- προσῆψα
- προσάπτωfasten toaor ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσάπτω — προσάπτω, (προσήψα) βλ. πίν. 213 Σημειώσεις: προσάπτω : ο αόριστος προσήψα δε συνηθίζεται. Απαντώνται κυρίως οι τύποι της υποτακτικής (να προσάψω κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής